Οι αναγνώστες

Οι αναγνώστες
"Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας". Franz Kafka

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Η "Υποταγή" του Ουελμπέκ με τη ματιά του Δημήτρη...



Η Υποταγή




Το τελευταίο εξώφυλλο του Charlie Hebdo πριν την επίθεση της 8ης Ιανουαρίου, με ημερομηνία 7/1 έχει κύριο θέμα την κυκλοφορία, εκείνη τη μέρα, του βιβλίου του Ουελμπέκ. “Οι προβλεψεις του μάγου Ουελμπέκ: Το 2015 χάνω τα δόντια μου… το 2022 κάνω Ραμαζάνι.”. Στο ίδιο τεύχος , γράφει για τον Ουελμπέκ ο επιστήθιος φίλος του και μέτοχος του Charlie,  Μπερνάρ Μαρίς, ο οποίος θα σκοτωθεί από τους ισλαμιστές την επόμενη ημέρα. Το τρομερό παιδί της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας, συγκλονισμένος εγκαταλείπει την εκστρατεία προώθησης του βιβλίου του, με τίτλο Υποταγή. Παρεμπιπτόντως, το βιβλίο γίνεται το απόλυτο μπεστ σέλλερ. Τον ίδιο τίτλο, (Υποταγή), συμπτωματικά (;), είχε και η τελευταία ταινία του ολλανδού σκηνοθέτη Τεό Βαν Γκογκ, πριν τη δολοφονία του το 2004 μέσα στο δρόμο, λίγα τετράγωνα από το σπίτι του στο Άμστερνταμ, από έναν ισλαμιστή που ένιωσε θιγμένος από το περιεχόμενό της.
Σύμφωνα και με το σκίτσο του Charlie Hebdo, πιστό στην παράδοση του Μπουρλέσκ, ο συγγραφέας έχασε τα δόντια του, ίδιον της χρόνιας υπερκατανάλωσης αλκοόλ ή και ναρκωτικών. Αυτό δημιουργεί σε μένα μια «συνειρμική» συμπάθεια αφού ένας τέτοιου είδους διανοούμενος μου θυμίζει – τηρουμένων των αναλογιών – τον  Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ο ίδιος πάντως, σε ανταλλαγή επιστολών με τον φιλόσοφο Μπερνάρ Ανρί-Λεβί, περιγράφει τον εαυτό του ως "μηδενιστή, αντιδραστικό, κυνικό, ρατσισή, ξεδιάντροπα μισογύνη... έναν συνηθισμένο συγγραφέα χωρίς στυλ." Άκριτα, θα μπορούσαμε να δεχτούμε ως αληθείς τις δηλώσεις του και να περιπέσουμε στο λάθος να ταυτίσουμε τον συγγραφέα με τους ήρωές του οι οποίοι ενίοτε ταιριάζουν στις προηγούμενες περιγραφές. Ας έχουμε όμως υπόψη την αυτονομία του υδραργυρικού λογοτεχνικού ήρωα, άσχετα αν μεταφέρει κάτι από τη θυμική ενέργεια και το ενδόμυχο DNA του συγγραφέα.
Δεν υπάρχει βεβαιότητα, για το αν η δυστοπική σάτιρα που συνιστά η Υποταγή, αποτελεί ηπιότερη αντιμετώπιση του Ισλάμ από ότι στο παρελθόν όπου ο συγγραφέας το είχε χαρακτηρίσει ως ηλίθια θρησκεία. Ενδεχομένως να έχει μεταβάλει ελαφρώς τη γνώμη του, ίσως και εξαιτίας έγκαιρου και προφητικού φόβου. Θυμηθείτε: όποιος πανικοβάλλεται πρώτος, συνήθως δε συνωστίζεται στις εξόδους κινδύνου.
Η Υποταγή είναι ταυτοχρόνως λεπτή όσο και σκανδαλώδης σάτιρα. Αντί για τον ζοφερό κόσμο που ελέγχεται από τρελούς μουλάδες, παρουσιάζεται το μετριοπαθές Ισλάμ το οποίο αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της Γαλλίας ως δύναμη πνευματικής ακεραιότητας και επαναστατικής ζωντάνιας, «μια ιστορική ευκαιρία για την ηθική και την οικογενειακή ενδυνάμωση της Ευρώπης», όπως αναφέρεται.  Στόχοι της καυστικής ειρωνείας αποτελούν επίσης, τα φουσκωμένα απλώς με αέρα πανεπιστημιακά ιδρύματα, οι διεφθαρμένοι πολιτικοί και η αρτηριοσκληρωτική λογοτεχνική σκηνή της Γαλλίας.
Η προφητική δυστοπία λαμβάνει χώρα, στο κοντινό μέλλον, στο 2022 και μέχρι τότε είναι σοβαρά πιθανό να ακολουθηθούν ένα προς ένα όλα τα βήματα για το θεωρούμενο αδιανόητο. 
Ο αφηγητής, διδάσκων της λογοτεχνίας στη Σορβόννη, θα βιώσει, παράλληλα με τα προσωπικά του αδιέξοδα, τις αλλαγές που δρομολογούνται σε μια Γαλλία στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, των προοπτικών εξέλιξης ολόκληρης της παρηκμασμένης Ευρώπης, αλλά – πριν απ’ όλα – στο κρίσιμο ζήτημα της εκπαίδευσης, στον ολοκληρωτικό έλεγχο της οποίας δίνει προτεραιότητα ο νεοεκλεγείς μουσουλμάνος Πρόεδρος κατανοώντας πως εκεί βρίσκεται το κλειδί για το μέλλον. Η επόμενη, μακροπρόθεσμη όμως, προτεραιότητα, θα είναι ο γαλλικός στρατός: (First we take Manhattan, then we take Berlin).
  Ο ήρωας της αφήγησης ειδικεύεται στον Joris-Karl Huysmans, γάλλο λογοτέχνη που, σε προχωρημένη ηλικία, προσηλυτίστηκε στον καθολικισμό. Ο ίδιος ήρωας, ζωώδης ηδονιστής, (δεν είναι κακό αυτό),  θα μπει στον πειρασμό μιας ανάλογης πορείας, προς διαφορετική όμως κατεύθυνση  και με άλλα κίνητρα…
Ο Rediger είναι η πιο ευφάνταστη δημιουργία του βιβλίου (όπως και η Μύριαμ η πιο ευφάνταστη φαντασίωση). Αυτός εμφανίζεται άλλοτε ως Ιεροεξεταστής, άλλοτε ως Μεφιστοφελής  και ενίοτε με την πειθώ ενός ασφαλιστή. Το όνομά του, ως black humor, παραπέμπει στον Robert Redeker, έναν δύσμοιρο γάλλο καθηγητή φιλοσοφίας που έλαβε σοβαρές απειλές για τη ζωή του μετά τη δημοσίευση ενός άρθρου στην εφημερίδα Le Figaro το 2006, αποκαλώντας το Ισλάμ θρησκεία μίσους, βίας και σκοταδισμού, και ο οποίος ζει από τότε υπό αστυνομική προστασία.
Τα επιχειρήματα του Rediger είναι όντως για γέλια όπως και ο τρόπος που λύθηκε το θέμα των ελλειμμάτων από τη νέα κυβέρνηση.
Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, πότε ο ιδιόρρυθμος συγγραφέας, παρωδεί, σαρκάζει, ειρωνεύεται, σατιρίζει ή μιλάει σοβαρά ή εν τέλει αν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ αυτών των ενεργειών.
Ισχυρίζεται ο αφηγητής ότι η ευτυχία για τον άνδρα είναι μια σύζυγος που συνδυάζει χαρακτηριστικά πόρνης και (ικανής) μαγείρισσας. (Για τη σημασία της δεύτερης ιδιότητας δεν είναι τυχαίες οι συνεχείς αναφορές σε λαχταριστά εδέσματα ανατολικής κυρίως προέλευσης). Η ισλαμική πολυγαμία παρέχει το πλεονέκτημα ότι την κάθε ιδιότητα μπορεί να την ενσωματώνει και να την εκπροσωπεί διαφορετικό άτομο. Κανείς δεν αρνείται τη σημασία της εξειδίκευσης· καθείς εφ’ ω ετάχθη! Προσθέστε και τον ρόλο της νοσοκόμας που μπορεί να τον αναλάβει και τρίτη σύζυγος, αφού τα νέα οικονομικά του χαρισματικού πανεπιστημιακού μπορούν να την αντέξουν. Επειδή όλα μπορούν να πάνε στραβά, φανταστείτε μια μετατόπιση των ρόλων: η πόρνη να αναλάβει το μαγείρεμα, η μαγείρισσα το κρεβάτι, και η νοσοκόμα να έχει τις στρεβλώσεις του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Τελικά, κόλαση είναι η άλλοι, ίσως και η άλλη.
Ο Ουελμπέκ προτιμά την ολόδική του χαρακτηριστική δηλητηριώδη ειρωνεία που κάποιες φορές δεν γίνεται αντιληπτή. Δείχνει και μια συμπάθεια και τρυφερότητα προς το χρεωκοπημένο του ήρωα – εκπρόσωπο μιας εξίσου χρεωκοπημένης ανθρωπότητας – που προσιδιάζει σε μεγάλους συγγραφείς. Φυσικά, αν κανείς θέλει να κάνει καθαρά λογοτεχνική κριτική του βιβλίου, υπάρχουν δραματουργικές ατέλειες και διάψευση προσδοκιών στην πλοκή. Μέχρι τα μέσα του βιβλίου θα περίμενε κανείς ότι η υπόθεση θα ολοκληρωνόταν με την περιγραφή ενός σφοδρού αιματοβαμμένου εμφυλίου. Δεν νομίζω όμως πως αυτό είναι το ουσιώδες, αφού τελικά ακόμη και αν έχεις την αίσθηση ότι όταν ο συγγραφέας δεν έχει κάτι να γράψει, ακόμη και τότε έχει κάτι να «πει».