Οι αναγνώστες

Οι αναγνώστες
"Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας". Franz Kafka

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

G. Tavares Ιερουσαλήμ: Δειπνο...σοφιστείες στην "έπαυλη" της "υπέροχης φίλης" μας!



G. Tavares Ιερουσαλήμ: Η ανάγνωση από τον Δημήτρη

ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Ο Ταβάρες είναι ηλικιακά νέος συγγραφέας (γι’ αυτό συγκεντρώνει και τον δήθεν φθόνο του Σαραμάγκου). Είναι δεδομένο ότι οι πολιτισμικές παραστάσεις των νέων – νεαρών συγγραφέων της εποχής μας κυριαρχούνται από την εικόνα, τον κινηματογράφο, τις τηλεοπτικές σειρές και τις πάσης φύσεως και έκτασης ταινίες, κλιπ κ.λ.π. Αυτό περνάει ενσυνείδητα ή ασυνείδητα στον τρόπο της γραφής τους. Αυτός, πέρα από τον ιδιωματικό εσωτερισμό του καθενός αποκτά μία συγκεκριμένη μορφή και ύφος, ώστε το Χόλυγουντ, ως κοινή παγκόσμια κληρονομιά να αναγνωρίζεται άλλοτε αμυδρά και άλλοτε ευκρινώς στα γραπτά και όχι μόνο έργα του σύγχρονου πολιτισμού. Στο παρόν έργο, είναι φανερό ότι οι χρονικές αναδρομές είναι κάθε μία ξεχωριστά μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική σκηνή που ίσως περιλαμβάνει και οδηγίες προς τον σκηνοθέτη. Σε όλα αυτά τα πρωθύστερα, τα οποία συγκλίνουν δεξιοτεχνικά στο τέλος, εντοπίζουμε τα ίχνη ενός, κατ’ αντιστοιχία, επαγγελματικού και ρωμαλέου «μοντάζ». Τα σχόλιά μας ας μην εκληφθούν ως αρνητικά, παρά μόνον ως επισήμανση σε φαινόμενα για τα οποία είμαι προσωπικά εξοικειωμένος και επηρεασμένος.
Αυτές οι προδιαγραφές μου επιτρέπουν να φαντάζομαι ως «εύκολη» μια κινηματογραφική μεταφορά της Ιερουσαλήμ, με τρομάζει ο όγκος των προβλημάτων προς επίλυση στη θεατρική της μεταφορά. Αναφέρομαι στην παράσταση που ανέβηκε στην Αθήνα το 2013, με τίτλο: Ιερουσαλήμ Heaven σε θεατρική διασκευή Βάνας Πεφάνη και Γιάννη Καρκανεβάτου και σκηνοθεσία της πρώτης και την οποία τόσο λόγω γεωγραφικής πραγματικότητας όσο κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικών συνθηκών δεν είχα την τύχη να παρακολουθήσω.
Ίσως να φαίνεται και ως ειρωνεία, ο ισχυρισμός για την έντονη επιρροή της εικόνας στο έργο ενός λογά – γραφιά, όπως ο Ταβάρες. Ο συγγραφέας φαίνεται ότι έχει γνώμη για όλα, με την αλαζονική ματιά του παντόπτη – παντογνώστη αφηγητή και όχι μόνο. Κατακριτέο, αλλά μου αρέσει. Οι «ανοίκειοι» διάλογοι (για την ακρίβεια εσωτερικοί μονόλογοι κατά το πλείστον) μοιάζουν λιγάκι επιτηδευμένοι ή pretentious, όπως θα έλεγε η αγγλο(φωνο)τραφής κόρη μου, όμως, και για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μια επιτηδευμένη δημώδη έκφραση, ούτε αυτό με χαλάει. Κάθε άλλο! Έχω χορτάσει τον ρηχό και αποστειρωμένο λόγο και κάθε απόκλιση ή παρέκκλιση είναι ευπρόσδεκτη, εκτεθειμένη φυσικά στην κριτική διαβάθμιση. Και εδώ ο λόγος κρίνεται – ανεξάρτητα από τη δεδομένη φιλευσπλαχνία, γενναιοδωρία και μεγαλοθυμία μας – επαρκής, έστω και υπό τον ηθμό της μετάφρασης. Είναι γραπτός λόγος με προφορικότητα και έχω ένα παράδειγμα σε αυτό. Στη σελίδα 45 της έκδοσης, γράφει: «Λέγαμε όμως […]», θέλοντας να επανέλθει σε κάτι που ήθελε να πει σε προηγούμενες σελίδες, αλλά, εν τη ρύμη του λόγου του παρασύρθηκε σε παρόδους και ατραπούς.
Εκτιμώ πολύ την «προφορικότητα» του γραπτού λόγου, η οποία μου θυμίζει (παρασυρόμενος σε παρόδους και ατραπούς) το περίφημο κατά Απολλιναίρ και Φουκώ «καλλίγραμμα», το κοινό σύνορο ομιλίας και όρασης από όπου παρεισφρέει το ορατό στον τόπο της γλώσσας και του λεκτού και το λεκτό στον τόπο του θεατού και της αναπαραστατικής γραφής.
Από την έναρξη της ανάγνωσης, το πρώτο που πρόσεξα ήταν οι μεγάλες προτάσεις, ίσως και μια λεκτική εκζήτηση. Αυτό είναι η κόλαση του μεταφραστή που τον αναγκάζει σε εγκλωβισμό ή κίνηση στα όρια του συντακτικού. (Τόσες άνω τελείες σπάνια συναντά κανείς σε γραπτό). Αναρωτιέμαι αν έχουμε μπροστά μας μια είτε ιδιοφυΐα, όπου σε κάθε πρόταση υπάρχει σε υπέρθεση ένας υπέρτερος προβληματισμός, είτε έναν αμπελοφιλόσοφο τύπου Κοέλιο. Επειδή, όμως, το αποτέλεσμα είναι ελκυστικό, και η αίσθηση αυτή ενισχύεται από την υποβόσκουσα ειρωνεία και το υφέρπον – συγκαλυμμένο χιούμορ, το προηγούμενο διαζευκτικό ερώτημα στερείται νοήματος!   
Για την περίπτωσή μας, αν δεν έχουμε απορρίψει ολοκληρωτικά την ιδέα «τέχνη ως τεχνική», θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ερμηνευτικά και τον όρο «ανοικείωση» (defamiliarization) των φορμαλιστών, κατ’ αντιστοιχία με το «ανοίκειο» της κατά τον Τοντόρωφ φανταστικής λογοτεχνίας. Εκεί, μεγάλες περίοδοι και προτάσεις, με επαρκή - τεχνική χρήση σημειολογικών συμβάσεων, νοημάτων και συντακτικού, επιτείνουν υποβλητικά ενδιαφέροντες και παράδοξους συνειρμούς. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ανοικείωση και ως μια ποιητική προσέγγιση της παρουσίασης του συνήθους ως πρωτοφανούς και ταυτόχρονα άλλη μια σύντηξη εικόνας και λόγου. Ο Ταβάρες χειρίζεται αποτελεσματικότατα την ανοικείωση και μάλιστα όχι σαν τεχνική αφού αποκαλύπτει την εγγενή παραδοξότητα των πραγμάτων (και των ανθρώπων), χωρίς την ανάγκη χρήσης οποιουδήποτε ιδιαίτερου τεχνάσματος –πέραν της πολυπλοκότητας - στη διαμόρφωση των προτάσεων του κειμένου του.
Δεν πρέπει να παραλείψω να εκφράσω για άλλη μια φορά τον δικαιολογημένο εκνευρισμό μου για τη μορφή του παρόντος τυπωμένου βιβλίου, όπου τα εσωτερικά περιθώρια, για τις ανάγκες βιβλιοδεσίας και συνεχούς μοιρολατρικής παράδοσης και αβλεψίας είναι ανύπαρκτα, με αποτέλεσμα ο κυριολεκτικά βιβλιόφιλος αναγνώστης να αναγκάζεται να βιαιοπραγεί, στα όρια ξεκοιλιάσματος του χαρτόδετου τόμου, προκειμένου να διακρίνει το κείμενο στην εσωτερική ραφή.
Δεν έχω καταφέρει να προσδιορίσω γεωγραφικά την πόλη που εξελίσσεται η ιστορία. Είναι μια πόλη συνυφασμένη με το φυσικό σκότος της νύχτας που συμβαίνουν όλα. Προφανώς κάποια γερμανόφωνη πόλη της κεντρικής Ευρώπη, όπως φαίνεται από τα γερμανικά, αυστριακά, τσέχικα, πολωνικά ή εβραϊκά ονόματα ενώ πέραν κάποιων απίθανων και σχοινοτενών εμπνεύσεων δεν έχω καταφέρει, επίσης, να συσχετίσω τον τίτλο Ιερουσαλήμ με την ιστορία.     
Στη ροή της ιστορίας με τις μικρές, μεγάλες και απρόβλεπτες καμπές της, δυσκολεύεται να διακρίνει κανείς κύριο πρόσωπο στο χορό των χαρακτήρων του, λες και αυτοί έχουν ίση αξία στην εξέλιξη της μυθοπλασίας. Μόνο προς το τέλος ξεχωρίζει η Μύλια, η οποία έχει την καταληκτική φράση – απόφανση της ιστορίας. Η Μύλια η διαταραγμένη και κατά δήλωσή της. Η Μύλια, η οποία αγγίζει τα πράγματα με έναν ιδιαίτερο τρόπο και έχει κάποια ζητήματα στην αλληλεπίδραση των αισθήσεων με την πραγματικότητα. Έναντι των φύσει και θέσει λογικών ατόμων έχει ματαιώσει την αξιοπιστία κοινών εδραιωμένων σημείων, ενώ διαθέτει μια εκ-κεντρικότητα, αντίποδα σε κάθε ίχνος «κεντρικής» εξουσίας, είτε αυτή πηγάζει από έναν άγνωστο στον δρόμο, από σύζυγο, εραστή ή διευθυντή κλινικής. 
Η Μύλια, ως αυτοστοχαζόμενο υποκείμενο, έχτισε πάνω στο σώμα μιας προσωπικής, αποσπασματικής αλήθειας, εκτός των θεμελίων της κοινότητας, εκτός ορίων του έτσι κι αλλιώς ερμητικού χώρου της ορθολογικότητας. Είναι λες και αντιπροσωπεύει το τυπικό υποκείμενο της σύμφωνα με τον Μισέλ Φουκώ ετερότητας, την οποία βλέπει να σκιρτά στο φαινόμενο της τρέλας και της σεξουαλικότητας και να φιμώνεται μέσα από την πρακτική της φυλακής και του ψυχιατρικού ασύλου. Εκεί όπου μέσω καταστολής δεν υφίσταται η αναζωογονητική πρακτική της μιλημένης σκέψης (la pesee parlee) των σουρεαλιστών, παρά την τυπική ερώτηση του ψυχίατρου: «Τι σκέφτεστε;»  
Στο τέλος έχουμε ασχέτως προθέσεων και σε υφή αρχαιοελληνικής τραγωδίας, ένα μηδενικό άθροισμα βίας, αφού η Μύλια γίνεται, ως Μήδεια αντιστρόφως, η «ηθική αυτουργός» στην «εκδίκηση», από τον ασήμαντο πατέρα, της δολοφονίας του γιού της. Και έπειτα, αναλαμβάνοντας το βάρος της πράξης, ως ικέτιδα ζητάει την είσοδό της στον ναό και μετέπειτα στην ανακουφιστική ασφάλεια, ρουτίνα και κανονικότητα της φυλακής.
Επίσης, το ατύχημα ή αλλιώς, η καθοδηγούμενη από τη μοίρα δολοφονία και η ανάληψη της ευθύνης από τη Μύλια λογίζεται και ως μια πράξη τραγικής πρόκλησης προς τον πρώην σύζυγο, υποβάλλοντας τη θεωρία του, το έργο ζωής του, στη δοκιμασία γεγονότος μηδενικού αθροίσματος βίας, αν όχι στις μεγάλες καμπές της ιστορίας, έστω και στη μικρή κλίμακα της μοιραίας νύχτας, η οποία κατά σύμπτωση συμπίπτει με την αποφράδα του έθνους ημέρα.

Το πόρισμα της διατριβής του Τέοντορ, ότι ο κόσμος φτάνει στο τέλος του όταν υπάρξει ένα «μηδενικό άθροισμα βίας που λαμβάνεται και ασκείται»,  έχει την αξία ενός δεξιοτεχνικού και σχοινοτενούς ακροβατισμού της σκέψης και μιας μεγαλοπρεπέστατης αφαίρεσης. Παρά ταύτα αποτελεί αξιοσημείωτο παραλληλισμό με το αληθινό τέλος του σύμπαντος, όταν μετά από 1019 δευτερόλεπτα σβήσουν τα αστέρια, λόγω του νόμου της εντροπίας και της επικράτησης θερμοδυναμικής ισορροπίας παντού. Ενδεχομένως, όμως, όπως η βία μηδενικού αθροίσματος δεν επιφέρει το τέλος του κόσμου, ίσως και το σύμπαν να μην παραμείνει νεκρό και σκοτεινό, αν βρεθεί κάποιος που θα κραυγάσει ή ψιθυρίσει: «γενηθήτω φώς».